- μουσικοδιδάσκαλος
- οο δάσκαλος της μουσικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσικοδιδάσκαλος — ο, θηλ. μουσικοδιδασκάλισσα 1. δάσκαλος τής μουσικής 2. μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Γ. Αθ. Γεράκη] … Dictionary of Greek
Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη … Dictionary of Greek
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
Ααρών ή Αρών, Πέντρο — (Φλωρεντία, τέλη 15ου αι. – 1562). Ιταλός μουσικοδιδάσκαλος. Είναι ένας από τους πρώτους θεωρητικούς της μουσικής που καθόρισε συστηματικά και με σαφήνεια τους κανόνες της σύγχρονης αντίστιξης και από τους πρώτους θεωρητικούς που εγκατέλειψαν τη… … Dictionary of Greek
Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 1777 – 1862). Βυζαντινός ψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος. Προσελήφθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1800 ως δεύτερος δομέστικος και αργότερα έγινε πρωτοψάλτης. Μελοποίησε στίχους του Πέτρου του Πελοποννήσιου και άλλων συγχρόνων του … Dictionary of Greek
Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek